- γραμματοσημομανής
- ο страстный филателист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γραμματοσημομανής — ές αυτός που ασχολείται με πάθος με τη συλλογή γραμματοσήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματόσημο + μανής < μαίνομαι. Η λ. γραμματοσημομανείς μαρτυρείται από το 1893 στο περιοδικό Φύσις] … Dictionary of Greek
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek